Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οτωποίος, αντων.
-
- (Προκ. για πράγματα μη συγκεκριμένα) ο τάδε, ο δείνα (πάντοτε με το άρθρο):
- δίδω σου … το οδείνα περιβόλι ού το οτωποίον χωράφιον (Ασσίζ. 40821).
[<συμφ. του επίρρ. ότωπως + αντων. οποίος· για διαφορ. ετυμ. βλ. Pern., Ét. linguist. II 234 σημ. 2. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- (Προκ. για πράγματα μη συγκεκριμένα) ο τάδε, ο δείνα (πάντοτε με το άρθρο):