Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσφρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
οσφράδιον το.
  • Ουσία με ισχυρή αρωματική μυρωδιά:
    • οσφράδιον Ινδίας (Ερμον. Ζ 91).

[<ουσ. όσφρα + κατάλ. ‑άδιον. Η λ. το 12. αι. (L‑S, TLG) και σε σχόλ.· βλ. όμως και Soph. (στη λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσφραίνομαι [osfrénome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμβάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσμίζομαι. 2. (μτφ., προφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι: Οσφραίνεται στην ατμόσφαιρα κάτι το ύποπτο.

[λόγ. < αρχ. ὀσφραίνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
οσφραίνομαι· γ́ εν. ενεστ. οσφράται.
  • Μυρίζω κ.:
    • ο μύρμηξ … οσφράται τον στέλεχον του στάχυος (Φυσιολ. (Sbord.) 492· Σταφ., Ιατροσ. 262).

[αρχ. οσφραίνομαι. Ο τ. του γ́ εν. ενεστ. ήδη μτγν. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσφραντικός -ή -ό [osfrandikós] Ε1 : που έχει όσφρηση και μάλιστα λεπτή.

[λόγ. < αρχ. ὀσφραντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες