Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όριον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
όριον το.
  • (Συν. στον πληθ.)
    • α) Σύνορα, μεθόριος:
      • (Ηπειρ. 20914), ('Εκθ. χρον. 7822
    • β) (συνεκδ.) έδαφος, οριοθετημένη περιοχή που ανήκει στην κυριαρχία κάπ. ή κράτους, επικράτεια:
      • ο Σαχ Ισμαήλης … ήρπαζε και εκ των ορίων των Οτμαλήδων (Έκθ. χρον. 6221
      • επλάτυνε (ενν. ο Πέρσης) γαρ τα όρια της βασιλείας αυτού έως πάσης Ασίας και Ευρώπης (Έκθ. χρον. 391
      • έκφρ. τα περιέχοντα όρια = περιοχή:
        • (Byz. Kleinchron. Á 9740).

[αρχ. ουσ. όριον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορίον το· οριόν.
  • Αποθήκη δημητριακών:
    • ανοίξαν το οριόν και επήραν κριθάριν (Μαχ. 43830 (έκδ. οργιόν)).

[μτγν. ουσ. όριον. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 5. αι. και στο EM (L‑S, λ. ωρείον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες