Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορεσίβατον το.
-
- Το δύσβατο μιας ορεινής περιοχής:
- πορευθείς δε ουδέν ίσχυσε, κωλυόμενος από το του τόπου … ορεσίβατον (Ιστ. πολιτ. 556).
[ουδ. του επίθ. *ορεσίβατος. Πβ. αρχ. επίθ. ορεσσιβάτης]
- Το δύσβατο μιας ορεινής περιοχής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορεσίβιος -α -ο [oresívios] Ε6 : (για πρόσ.) που ζει σε ορεινή περιοχή· βουνίσιος: Ορεσίβιοι πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο ορεσίβιος, αυτός που ζει σε ορεινή περιοχή.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ὀρεσίβιος κατά το αρχ. ὀρεσίτροφος `που ζει στα βουνά΄ (ελνστ. ὀρέσβιος)]