Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όργανον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όργανον το· όργανο(ν).
  • 1) Πολεμικό εργαλείο, όπλο:
    • (Χρον. σουλτ. 7223), (Αχιλλ. (Smith) O 306).
  • 2) Μουσικό όργανο:
    • (Διγ. Z 2252), (Ροδολ. Γ́ 71
    • έκφρ. όργανα παιγνιδίων = (συνεκδ. προκ. για παραστάσεις με μουσική και μίμους· πβ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 114):
      • (Μαλαξός, Νομοκ. 176).
  • 3) Αντικείμενο με το οποίο εκτελούνται βασανιστήρια:
    • (Ιστ. Μαρκ. 247
    • βασάνων όργανα (Γλυκά, Στ. 472).
  • 4) (Μεταφ.) πρόσωπο που ενεργεί με τις προσταγές ή για λογαριασμό κάπ. άλλου:
    • αυτός … είναι όργανον της ενεργούσης εν αυτῴ θείας χάριτος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 111).

[αρχ. ουσ. όργανον. Η λ. και σήμ. ποντ. και κοιν. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες