Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όξος το [óksos] Ο46β : (λόγ.) το ξίδι: Πότισαν το Xριστό χολή και ~.
[λόγ. < αρχ. ὄξος (σύγκρ. ξίδι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- όξος το.
-
- 1) Ξίδι:
- (Προδρ. II 59), (Σταφ., Ιατροσ. 5131).
- 2) (Μεταφ. προκ. για στενοχώρια):
- καταπίνουσιν αντί ψωμιού φαρμάκιν πίνοντες όξος και χολήν (Προδρ. IV 260 (πβ. και Κ.Δ. Ματθ. 27, 34)).
[αρχ. ουσ. όξος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Ξίδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- οξός ο,
- βλ. ιξός.