Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όνυξ ο.
-
- Νύχι:
- (Διγ. Z 952), (Ορνεοσ. 5576)·
- έκφρ. εξ απαλών ονύχων = από την παιδική ηλικία:
- (Γλυκά, Στ. 5).
[αρχ. ουσ. όνυξ. Λ. όνυχας σήμ.]
- Νύχι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. όνυξ. Λ. όνυχας σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |