Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωμοφάγος -ος -ο [omofáγos] Ε14 : (λόγ.) που τρέφεται με ωμό (άψητο) κρέας.

[λόγ. < αρχ. ὠμοφάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες