Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιλά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιλά τα [psilá] Ο38 : κέρματα μικρής αξίας, σε αντιδιαστολή προς τα μεγαλύτερης αξίας χαρτονομίσματα· λιανά. ANT χοντρά· (πρβ. ψιλός5): Δεν έχω ~ για το λεωφορείο. ΦΡ κάνω ~: α. ζητώ να μου ανταλλάξουν νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ: Πρέπει να κάνω ~ για το λεωφορείο. β. ανταλλάσσω νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας· χαλώ: Kάνε μου ~ το πεντοχίλια ρο. (λαϊκ.) τα κάνω ~, εξηγώ λεπτομερώς: Kάν΄ τα μας τώρα ~ να κατα λάβουμε· ΣYN ΦΡ το / τα κάνω λιανά.

[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ψιλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιλαίνω [psiléno] Ρ7.4α : κάνω κτ. ψιλό ή περισσότερο ψιλό, λεπτό· λεπταίνω: ~ τη φωνή μου.

[ψιλ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες