Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψιθυρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιθυρίζω [psiθirízo] -εται στη σημ. 3 Ρ2.1 : 1.λέω κτ. με πολύ χαμηλή φω νή έτσι που να το ακούσει μόνο όποιος βρίσκεται πολύ κοντά μου: Kάτι μου ψιθύρισε στ΄ αυτί αλλά δεν άκουσα καλά. Tον είδαν να σκύβει και να της ψιθυρίζει κάποιο μυστικό. || μιλώ πολύ χαμηλόφωνα, γιατί δε θέλω ή δεν τολμώ να μιλήσω στην κανονική ένταση· (πρβ. μουρμουρίζω): Παρακαλώ μην ψιθυρίζετε· θέλω απόλυτη ησυχία. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που παράγει χαμηλό και ήρεμο ήχο: Tο αεράκι ψιθύριζε μέσα στα κλαριά. 3. (παθ., στο γ' πρόσ.) (για αμφίβολη, ασαφή φήμη) λέγεται, ακούγεται, φημολογείται: Ψιθυρίζεται ότι θα παραιτηθεί. Kάτι ψιθυρίζεται για πρόωρες εκλογές, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο.

[λόγ. < αρχ. ψιθυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες