Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψεύτικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεύτικος -η -ο [pséftikos] Ε5 : α.που αποτελεί απομίμηση άλλου φυσικού, πραγματικού ή κανονικού: Έδωσε ψεύτικο όρκο. Ψεύτικα ήτανε όλα όσα ονειρεύτηκα. ANT αληθινός. Ψεύτικα λουλούδια. ANT φυσικός. Ψεύτικα δόντια. Ψεύτικο πόδι / χέρι. Tόσο λαμπρό το φεγγαράκι, που ΄μοια ζε ψεύτικο. Ψεύτικα διαμάντια, τεχνητά. Ψεύτικα κοσμήματα, απομιμήσεις αληθινών, ακριβών κοσμημάτων, από φτηνά υλικά. || πλαστός: Ψεύτικο έγγραφο / διαβατήριο. Ψεύτικη βεβαίωση / άδεια οδήγησης. Ψεύτικο νόμισμα, κίβδηλο, κάλπικο. || (για παιχνίδια): Έπαιζαν με ψεύτικα ντουφέκια και σπαθιά. β. που δεν είναι αυτός που δείχνει ή που έχει προθέσεις και κίνητρα άλλα από αυτά που κανονικά δείχνει· ανειλικρινής, υποκριτικός: Ψεύτικα χάδια / φιλιά. Ψεύτικη αγάπη. ANT αληθινός, ειλικρινής. Ψεύτικο χαμόγελο. Ψεύτικο κλάμα. || μάταιος: ~ κόσμος. γ. (για λόγο) που το περιεχόμενό του δεν αντιστοιχεί ή είναι αντίθετο προς την πραγματικότητα, προς την αλήθεια· ψευδής. ANT αληθής: Ψεύτικη πληροφορία. δ. που δεν έχει κατασκευαστεί με ακρίβεια και φροντίδα ή με κατάλληλα υλικά, και γι΄ αυτό δεν είναι ανθεκτικός, στερεός, γερός: Ψεύτικο ύφασμα. Ψεύτικα παπούτσια. Πολύ ψεύτικη κατασκευή. || Ψεύτικη δουλειά, χωρίς φροντίδα και τέχνη, πρόχειρη, ψευτοδουλειά.

[ψεύτ(ης) -ικος (πρβ. ελνστ. ψευστικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες