Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψέλιο το [psélio] Ο40 : (λόγ., συνήθ. στην αρχαιολ.) κόσμημα το οποίο φοριέται γύρω από τον καρπό ή το βραχίονα· (πρβ. βραχιόλι): Xρυσά / αργυρά / αιγυπτιακά / ελληνορωμαϊκά ψέλια.
[λόγ. < αρχ. ψέλιον]