Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χύδην [xíδin] επίρρ. : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ λαός / όχλος, μειωτικά για τον αμόρφωτο λαό.
[λόγ. < αρχ. χύδην `χυμένος ανάκατα΄ κατά τη σημ. του χυδαίος]