Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολοσκάω [xoloskáo] Ρ10.4α πρτ. χολόσκαγα, αόρ. χολόσκασα, απαρέμφ. χολοσκάσει, μππ. χολοσκασμένος : (οικ.) στενοχωριέμαι πολύ για κτ.: Mη χολοσκάς, όλα θα διορθωθούν! Εγώ δε ~ με τέτοια μικροπράγματα.

[χολ(ή) -ο- + σκάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες