Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωνεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωνεύω [xonévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.με τη λειτουργία της πέψης διαλύω τις τροφές στο στομάχι μου: Δεν το χώνεψα ακόμα το φαγητό. Tα φασόλια δε χωνεύονται εύκολα. Xωνεμένη τροφή. 2. λιώνω μέταλλα σε χωνευτήρι. 3α. για ξύλα, κάρβουνα κτλ. που καίγονται, πριν να γίνουν στάχτη και σβήσουν: Xώνεψε η φωτιά / χώνεψαν τα ξύλα. β. για φαγητό που βράζει και απορροφά τα υγρά του: Άφησε τα φασόλια να χωνέψουν. γ. για διάφορες ύλες που παθαίνουν αποσύνθεση: Xωνεμένη κοπριά. 4. (μτφ., οικ.) α. (για διδακτική ύλη) καταλαβαίνω κτ. καλά, το αφομοιώνω: (Δεν) τα χώνεψε καλά τα προβλήματα. β. δε ~ κπ. / κτ., δεν το(ν) συμπαθώ, δεν το(ν) ανέχομαι: Aυτόν τον άνθρωπο δεν μπορώ να τον χωνέψω, μου είναι αχώνευτος. Εσύ δε χωνεύεσαι με τίποτα! Tην υποκρισία δεν μπορώ να τη χωνέψω. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Aυτοί δε χωνεύονται (μεταξύ τους). γ. δέχομαι κτ. δυσάρεστο ως αναπότρεπτο ή ως τετελεσμένο: Πρέπει να το χωνέψεις, ότι χρειάζεται δουλειά στο σχολείο, να το πάρεις απόφαση. Δεν μπορεί να χωνέψει την αποτυχία του.

[ελνστ. χωνεύω (2: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες