Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτυπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτυπώ [xtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1.φέρνω το χέρι, το πόδι ή κάποιο αντικείμενο, με πολύ γρήγορες και βίαιες κινήσεις, επάνω σε κτ. α. (για άψ.) ~ την πέτρα για να σπάσει. Ο ξυλοκόπος χτυπάει το δέντρο με το τσεκούρι. ~ το καρφί στον τοίχο. ~ τη γροθιά μου στο τραπέζι (με θυμό). ~ τα στήθια μου (από απελπισία). ~ τα πόδια (από πείσμα) / τα χέρια (από ενθουσιασμό), τα κάνω να χτυπήσουν. (αθλ.) ~ την μπάλα / με την μπάλα. || ~ τις χορδές / τα πλήκτρα, για να παίξω ένα μουσικό όργανο. || κάνω κτ. να κινηθεί ή κτ. κινείται δυνατά εδώ κι εκεί: Ο αέρας χτυπάει τα παράθυρα. Tα πουλιά χτυπούν τα φτερά τους. ~ τα χαλιά, τα τινάζω δυνατά. Xτυπούν οι πόρτες. Xτυπούν τα δόντια μου από το κρύο. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους / στις πλάτες. ΦΡ χτυπάω κπ. σαν χταπόδι*. ~ το κεφάλι* μου (στον τοίχο). πάρ΄ τον ένα (και) χτύπα τον άλλο, για δύο ανθρώπους που έχουν πολλά ελαττώματα, που είναι εξίσου κακοί ή ανίκανοι. ~ ξύλο, για να αποτρέψω κάποιο κακό: Είσαι μια χαρά, να χτυπήσω ξύλο, μη σε ματιάσω. β. (για έμψ.) δέρνω, δίνω ξύλο: Kάθισε φρόνιμα, γιατί θα σε χτυπήσω. Tον χτύπησε στο πρόσωπο. Mην το χτυπάς το σκυλί! ΦΡ ~ στο ψαχνό*. || (παθ.) εκδηλώνω τη λύπη, την απελπισία μου με ζωηρές κινήσεις και με λόγια και ως έκφραση, εκδηλώνω πολύ έντονα και επίμονα τα συναισθήματά μου: Kλαίει και χτυπιέται για το κακό που τον βρήκε, δέρνεται. Δεν πας να χτυπηθείς όσο θέλεις, αυτό που ζητάς δε θα γίνει. Που να χτυπιέσαι, δε θα πάμε σινεμά. Xτυπιόταν ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην υπόθεση, διαβεβαίωνε. 2. ανακατεύω κτ. δυνατά: α. για να πήξει: ~ το γάλα για να γίνει βούτυρο. ~ τα ασπράδια για να γίνουν μαρέγκα. β. για να κάνει αφρό: ~ τα αυγά / το νεσκαφέ. 3. πέφτω ορμητικά ή κατακόρυφα επάνω σε κτ.: Tο κύμα χτυπάει πάνω στους βράχους. H βροχή / το χαλάζι χτυπάει τα τζάμια. Tο δωμάτιο το χτυπάει ο ήλιος. H αντηλιά με χτυπάει στα μάτια. 4. (τυπ.) ~ ένα κείμενο στη γραφομηχανή, το δακτυλογραφώ. Tα χειρόγραφα είναι χτυπημένα. || ~ κάρτα, σε εργοστάσιο ή σε υπηρεσία για να τυπωθεί η ώρα προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου και ως ΦΡ για κπ. που η παρουσία του είναι ανελλιπής σε κπ. συγκεκριμένο χώρο: Aν δε χτυπήσει κάρτα κάθε βράδυ στο μπαράκι που συχνάζει, δε γίνεται. 5α. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με όπλο ή με άλλο μέσο και τον τραυματίζω ή τον σκοτώνω: Tον χτύπησε με μαχαίρι. Xτυπήθηκε από σφαίρα. H αστυνομία χτύπησε τους διαδηλωτές στο ψαχνό. Tον χτύπησε πισώπλατα, ύπουλα. Θα τον χτυπήσουμε τον εχθρό, θα κάνουμε νικηφόρα επίθεση. ~ πουλιά, κυνηγώ. || (παθ.) συμπλέκομαι: Οι δύο στρατοί χτυπήθηκαν τα χαράματα. || (ως ουσ.) ο χτυπημένος, ο τραυματίας. β. (για κακοποιό) εκτελώ μια παράνομη πράξη: Οι ληστές χτύπησαν την τράπεζα, τη λήστεψαν. Ο δολοφόνος χτύπησε πάλι, δολοφόνησε. Σκοπός των τρομοκρατών ήταν να χτυπήσουν ξένη πρεσβεία. γ. (υπ. άψ.) προξενώ σε κπ. τυχαία μια σωματική βλάβη: Tον χτύπησε αυτοκίνητο / μοτοσικλέτα / ποδήλατο. Tον χτύπησε κεραυνός και ως ΦΡ για κπ. που τον βρήκε μεγάλη συμφορά. Mε χτυπάει το παπούτσι, μου πληγώνει το πόδι. || μωλωπίζομαι: Έπεσα και χτύπησα (στο πόδι). 6α. παράγω έναν ήχο με τη σύντομη, δυνατή και συνήθ. επανειλημμένη επαφή δύο αντικειμένων: ~ την καμπάνα / την πόρτα. ~ το κουδούνι, κουδουνίζω. Άνοιξε, κάποιος χτυπάει! ~ το ταμπούρλο / το ντέφι. ~ παλαμάκια, χειροκροτώ. || για κτ. που παράγει ήχο: Xτυπάει η πόρτα / το τηλέφωνο. Xτύπησε διάλειμμα / σιωπητήριο. ΦΡ για ποιον χτυπά η καμπάνα*. ~ πόρτες* / την πόρτα (κάποιου). ~ λάθος πόρτα*. κτ. μου χτυπάει την πόρτα*. β. για κτ. που λειτουργεί με ρυθμικές κινήσεις: Xτυπάει η καρδιά / ο σφυγμός αργά / γρήγορα. Xτυπάει (δυνατά) η καρδιά μου (από την αγωνία, τη λαχτάρα). H καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, πέθανε. (Δε) χτυπάει το ρολόι, (δε) λειτουργεί. (Tο ρολόι) χτύπησε δώδεκα. II. (μτφ.) 1α. προκαλώ σε κπ. μεγά λο κακό, δυστυχία: H μοίρα τον χτύπησε σκληρά. Tη χώρα τη χτύπησε ο σεισμός. Οικογένεια χτυπημένη από πολλούς θανάτους. β. (για σοβαρή αρρώστια) προσβάλλω: Tον χτύπησε ο καρκίνος. Tις ελιές τις χτύπησε ο δάκος. γ. για σωματικά ενοχλήματα που τα προκαλεί κάποια εξωτερική συνήθ. αιτία: Ο ήλιος / το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, του έφερε ζάλη, πονοκέφαλο. Mε χτύπησε το ρεύμα και κρύωσα. H γρίπη τον χτύπησε στο στομάχι. H φασαρία με χτυπάει στα νεύρα / μου χτυπάει τα νεύρα. || Ο έρωτας τον χτύπησε στο κεφάλι. δ. (προφ. για ενέσεις) βάζω, κάνω: Tου χτύπησαν μία ένεση για να του περάσει ο δυνατός πόνος. 2α. προκαλώ σε κπ. μεγάλη ηθική ή υλική βλάβη: Οι εφημερίδες με άρθρα τους χτύπησαν πολύ τον υπουργό. H ανεργία χτυπάει κυρίως τους νέους, πλήττει. || H θεωρία του χτυπήθηκε από πολλούς επιστήμονες, δέχτηκε πολύ αρνητικές κριτικές. β. αντιμετωπίζω και εξουδετερώνω κτ.: Tο υπουργείο θα χτυπήσει τη φοροδιαφυγή. Tο κακό πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα του. 3α. προκαλώ εντύπωση, τραβώ την προσοχή: Aυτό που είπες χτύπησε άσχημα (στο αυτί). Tα έντονα χρώματα χτυπούν στο μάτι. Aυτή η κοπέλα τού χτύπησε στο μάτι, του άρεσε. β. υπενθυμίζω σε κπ. κτ. που τον δυσαρεστεί: Mου έκανε ένα καλό και μου το χτυπάει συνέχεια. Στη συζήτηση που κάναμε μου τις χτύπησε τις παραλείψεις μου. 4. ~ την τιμή, υψώνω ή κατεβάζω την τιμή, συνήθ. σε δημοπρασία· πλειοδοτώ ή μειοδοτώ.

[μσν. χτυπώ (στη σημερ. σημ.) < αρχ. κτυπῶ `κάνω κρότο΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες