Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονοδιακόπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονοδιακόπτης ο [xronoδiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που βάζει σε λειτουργία ή που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία μιας μηχανής ή μιας συσκευής: Hλεκτρικός θερμοσίφωνας με χρονοδιακόπτη.

[λόγ. χρονο- 1 + διακόπτης μτφρδ. αγγλ. time switch]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες