Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονιάτικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονιάτικος -η -ο [xronátikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που γίνεται κάθε χρόνο ή που αναφέρεται σε ολόκληρο το χρόνο. || (ως ουσ.) το χρονιάτικο, αμοιβή ενός χρόνου.

[χρόν(ος)4 -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες