Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονιάρης -α -ικο [xronáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει ηλικία ενός έτους: Στη φωτογραφία ο Γιάννης είναι ~. Xρονιάρικο παιδί / αρνί. 2. χρονιάρα μέ ρα, η μέρα μεγάλης γιορτής, συνήθ. θρησκευτικής, που τη γιορτάζουν μια φορά το χρόνο: Mη δουλεύεις χρονιάρα μέρα. Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται τις χρονιάρες μέρες.

[μσν. *χρονιάρης (πρβ. μσν. χρονιάρικος) < χρόν(ος)4 -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες