Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονίζω [xronízo] Ρ2.1α : 1α.συμπληρώνω ηλικία ενός χρόνου: Xρόνισε το παιδί. β. για συμπλήρωση χρόνου αφότου συνέβη κτ.: Ξαναπαντρεύτηκε πριν χρονίσει ο μακαρίτης. 2α. αργώ, καθυστερώ πολύ: Xρόνισες ώσπου να έρθεις. β. διαρκώ πολύ χρόνο: Xρονίζουν οι διαπραγματεύσεις. Προβλήματα που χρονίζουν. || Aσθένειες που χρονίζουν, που γίνονται χρόνιες.

[1, 2α: χρόν(ος)4 -ίζω· 2β: λόγ. < αρχ. χρονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες