Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοιρόδερμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοιρόδερμα το [xiróδerma] Ο49 : κατεργασμένο δέρμα χοίρου: Παπούτσια / τσάντα από ~.

[λόγ. χοίρ(ος) -ο- + δέρμα μτφρδ. αγγλ. pigskin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες