Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοίρινος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοιρινός -ή -ό [xirinós] Ε1 : που προέρχεται από σφαγμένο γουρούνι: Xοιρινή μπριζόλα. Xοιρινό δέρμα / κρέας / λίπος. Xοιρινά λουκάνικα. || (ως ουσ.) το χοιρινό, χοιρινό κρέας: Aκρίβυνε το χοιρινό.

[λόγ. < μσν. χοιρινός < χοίρ(ος) -ινός (διαφ. το ελνστ. χοίρινος `από δέρμα χοίρου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες