Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοάνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοάνη η [xoáni] Ο30 : 1.(τεχν.) κατασκευή που έχει σχήμα χωνιού. α. δοχείο από ανθεκτικό υλικό, με κυκλική διατομή που στενεύει προς τα κάτω, κατάλληλο για την τήξη, το βρασμό ή τη θέρμανση διάφορων υλικών· χωνευτήρι. β. μεγάλος μεταλλικός κύλινδρος για αποθήκευση ή μεταφορά διάφορων υλικών. 2. (ανατ.) για κοιλότητες του σώματος που έχουν σχήμα χοάνης: Οι χοάνες της μύτης. 3. (μτφ.) τόπος όπου συναντιούνται και συγχωνεύονται λαοί και πολιτισμοί: H αρχαία Aλεξάνδρεια υπήρξε μια τεράστια ~.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. χοάνη `χωνί΄, ελνστ. σημ.: `χωνευτήρι΄· 3: σημδ. αγγλ. melting-pot]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες