Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιάζω [xiázo] Ρ2.1α : συνήθ. στην ευχετική έκφραση να τα χιλιάσεις / χιλιάσει, να τα κάνεις χίλια ή γενικώς πάρα πολλά· ΣYN έκφρ. να τα εκατοστήσεις: α. (σε γενέθλια) να ζήσεις πολλά χρόνια. β. να αυξήσεις σε αριθμό τα αγαθά που έχεις: Nα τα χιλιάσεις τα πρόβατα!

[μσν. χιλιάζω < χίλι(α) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες