Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμαδιό το [ximaδjó] Ο38 : (οικ.) τόπος κατάλληλος, κυρίως στα πεδινά, για να ξεχειμάζουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους: Tο χειμώνα οι τσοπάνηδες κατεβαίνουν στα χειμαδιά.
[μσν. χειμαδείον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χειμάδ(ιον) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμάζομαι [ximázome] Ρ2.1β : (λόγ.) αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες και ταλαιπωρούμαι: H χώρα χειμάζεται από εσωτερικές έριδες. Ο σύγχρονος χειμαζόμενος άνθρωπος.
[λόγ. < αρχ. χειμάζομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χείμαρρος ο [xímaros] Ο19 : 1.ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές και από τα χιόνια που λιώνουν: Tον παρέσυρε ο ~ και πνίγηκε. H καταρρακτώδης βροχή μετέβαλε τους δρόμους σε χειμάρρους. H λάβα έτρεχε σαν ~. || κοίτη χειμάρρου· ξεροπόταμος. 2. (μτφ.) συνήθ. για λόγο που κυλάει απρόσκοπτα και που τον χαρακτηρίζει πολύ μεγάλη ευχέρεια και ορμητικότητα: Tα λόγια του είναι ένας (ορμητικός) ~ που παρασύρει το ακροατήριο. || (για πρόσ.): Ήταν (σωστός) ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. χείμαρρος· 2: σημδ. γαλλ. torrent]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χειμαρρώδης -ης -ες [ximaróδis] Ε11 : 1.που είναι σαν χείμαρρος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ευφράδεια και ορμητικότητα: Xειμαρρώδες ύφος. Ο λόγος του ήταν ~.
[λόγ. < ελνστ. χειμαρρώδης `σε μορφή χείμαρρου΄ σημδ. γαλλ. torrentiel]