Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χει
79 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλανθή τα [xilanθí] Ο (βλ. Ε10) : οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν αιθέρια έλαια.

[λόγ. χείλ(ος) + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής, απόδ. νλατ. labiatae]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλαράς -ού -άδικο [xilarás] Ε9α : που έχει μεγάλα, παχιά χείλη που προεξέχουν: Ένας ~ αράπης.

[χείλ(ι) -αράς (πρβ. μσν. χειλάς ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλεανάγνωση η [xileanáγnosi] Ο33 : τρόπος συνεννόησης των κωφών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τις λέξεις από την κίνηση των χειλιών του ομιλητή.

[λόγ. χειλέ(ων) γεν. πληθ. του αρχ. χεῖλος + ανάγνω(σις) -ση σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. χειλοανάγνωση ή χειλανάγνωση (σύγκρ. ελνστ. χειλολάβος `επίδεσμος για τα χείλη΄, μσν. χειλάριον `μικρό χείλι΄), μτφρδ. αγγλ. lipreading]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χείλι το [xíli] Ο44 πληθ. και χείλη : 1α.καθεμιά από τις σαρκώδεις προεξοχές που περιβάλλουν το στόμα και που καλύπτονται από λεπτή, ρόδινη επιδερμίδα: Λεπτά / σαρκώδη χείλη. Παχιά / κόκκινα χείλια. Xείλια σαν κεράσι / κοράλλι / τριαντάφυλλο / φωτιά. Bάφω με κραγιόν τα χείλια μου. Tον φίλησε στα χείλη. Φιλήθηκαν ~ με ~. Είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, για χαρούμενο, αισιόδοξο άνθρωπο. Δε βγάζω λέξη από τα χείλη μου, δε μιλώ καθόλου. Σαλεύουν τα χείλη μου, αρχίζω (δισταχτικά) να μιλώ: Όλη την ημέρα δε σάλεψαν τα χείλη του. ΦΡ και εκφράσεις γλείφω* τα χείλια μου. γελάει το ~ μου, χαίρομαι, είμαι ευτυχισμένος: Σ΄ όλη του τη ζωή δε γέλασε το ~ του. δαγκώνω* τα χείλια μου. κρέμομαι από τα χείλη κάποιου, τον ακούω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: Είναι εξαίρετος ομιλητής, οι ακροατές κρέμονται από τα χείλη του. δε σκάει ~, κυρίως για άνοστο αστείο με το οποίο δεν μπορεί να γελάσει κανένας. ψήνω* σε κπ. το ψάρι στα χείλια. β. το πρόσωπο που μιλάει. (έκφρ.) επίσημα* χείλη. υπεύθυνα* χείλη. 2. (πληθ.) το άκρο όπου καταλήγει ένα άνοιγμα· χείλος2: Tα χείλια του πηγαδιού. Γέμισε το ποτήρι ως τα χείλια. χειλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν.(;) χείλιν < αχείλιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-axí > enaxí > ena-xí] · (πληθ. χείλη: λόγ. < αρχ. τά χείλη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλικός -ή -ό [xilikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα χείλια: Xειλικά σύμφωνα, και συνήθ. ως ουσ. τα χειλικά, στη νέα ελληνική τα σύμφωνα π, β, φ, μπ, μ, που σχηματίζονται με τα χείλια: Tα χειλικά χωρίζονται σε διχειλικά και χειλοδοντικά.

[λόγ. χείλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. labial]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλοδοντικός -ή -ό [xiloδondikós] Ε1 : (γλωσσ.) χειλοδοντικά σύμφωνα, τα νεοελληνικά σύμφωνα φ και β που σχηματίζονται με τα επάνω δόντια και τα κάτω χείλια.

[λόγ. χειλ(ικός) + οδοντικός μτφρδ. γαλλ. labiodental]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χείλος το [xílos] Ο46 γεν. χειλέων : 1.(ανατ.) α. καθεμιά από τις μυώδεις πτυχές του προσώπου που κλείνουν το στόμα και που εκτείνονται η μία προς τα επάνω έως τη μύτη και η άλλη προς τα κάτω έως το σαγόνι: Tο επάνω και το κάτω ~ του ανθρώπου / του αλόγου. β. (πληθ.) πτυχές του δέρματος στα έξω γεννητικά όργανα της γυναίκας: Tα χείλη του αιδοίου. 2. το άκρο όπου καταλήγει ένα άνοιγμα, μια κοιλότητα: Tο ~ του γκρεμού / της αβύσσου. Tα χείλη του ποτηριού / του τραύματος. ΦΡ στο ~ της αβύσσου* / του γκρεμού*.

[λόγ. < αρχ. χεῖλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειλοϋπερωικός -ή -ό [xiloiperoikós] Ε1 : (γλωσσ.) χειλοϋπερωικά σύμφωνα, σύμφωνα που αποτελούνται από ένα χειλικό και ένα υπερωικό στοιχείο που αρθρώνονται και ακούγονται συγχρόνως.

[λόγ. χειλ(ικός) -ο- + υπερωικός μτφρδ. γαλλ. labiovélaire ή γερμ. labiovelar]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμαδιό το [ximaδjó] Ο38 : (οικ.) τόπος κατάλληλος, κυρίως στα πεδινά, για να ξεχειμάζουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους: Tο χειμώνα οι τσοπάνηδες κατεβαίνουν στα χειμαδιά.

[μσν. χειμαδείον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χειμάδ(ιον) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμάζομαι [ximázome] Ρ2.1β : (λόγ.) αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες και ταλαιπωρούμαι: H χώρα χειμάζεται από εσωτερικές έριδες. Ο σύγχρονος χειμαζόμενος άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. χειμάζομαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες