Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χείρων
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρώνακτας ο [xirónaktas] Ο5 : αυτός που δουλεύει με τα χέρια, που δεν κάνει πνευματική εργασία: Ο ξυλουργός είναι ~.

[λόγ. < αρχ. χειρῶναξ, αιτ. -ακτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρωνακτικός -ή -ό [xironaktikós] Ε1 : που έχει σχέση με το χειρώνακτα: Xειρωνακτική εργασία. ANT πνευματική. Xειρωνακτικά επαγγέλματα. || (επέκτ.) για εργασία που γίνεται χωρίς ηλεκτρονικά μέσα: Xειρωνακτική μέθοδος καταμέτρησης των ψήφων. χειρωνακτικά ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~.

[λόγ. < αρχ. χειρωνακτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες