Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτοπαίκτης ο [xartopéktis] & χαρτοπαίχτης ο [xartopéxtis] Ο10 θηλ. χαρτοπαίκτρια [xartopéktria] & χαρτοπαίχτρια [xartopéxtria] Ο27 & χαρτοπαίχτρα [xartopéxtra] Ο25 : αυτός που παίζει συστηματικά χαρτιά. ΠAΡ έκφρ. του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν΄ αδειανό και μια φορά γεμάτο, για να δηλώσουμε ότι αυτές οι δραστηριότητες δύσκολα φέρνουν κέρδη.
[λόγ. χαρτο- 1 + παίκτης· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. χαρτοπαίκ(της) -τρια· χαρτοπαίχ(της) -τρα]