Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτονόμισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτονόμισμα το [xartonómizma] Ο49 : χάρτινο νόμισμα· τραπεζογραμμάτιο: ~ (των) πενήντα / εκατό / πεντακοσίων / χιλίων δραχμών. Aύξηση της κυκλοφορίας του χαρτονομίσματος. Kέρματα και χαρτονομίσματα. Δεσμίδα εκατό χαρτονομισμάτων.

[λόγ. χαρτο- 1 + νόμισμα μτφρδ. αγγλ. paper-money ή μέσω του γαλλ. papier-monnaie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες