Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλαρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρώνω [xalaróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. χαλαρό. 1α. αφήνω πιο ελεύθερο κτ. που είναι πολύ τεντωμένο ή σφιχτό· λασκάρω: ~ τα λουριά. ~ τον κόμπο / τη γραβάτα / τη ζώνη μου. Xαλαρωμένο τόξο. || ~ τα νεύρα / τους μυς, λύνω τη σύσπαση. β. για κτ. που χάνει τη συνεκτικότητά του: Οι μύες χαλαρώνουν από την κυτταρίτιδα. 2. (μτφ.) α. μετριάζω την αυστηρότητα με την οποία γίνεται κτ.: ~ τα μέτρα περιορισμού / ελέγχου. || γίνομαι χαλαρός: Xαλάρωσαν τα μέτρα της αστυνομίας / τα ήθη, έγιναν λιγότερο αυστηρά. β. μειώνω την ένταση μιας σωματικής ή πνευματικής δραστηριότητας: ~ το ρυθμό της δουλειάς. Οι μαθητές είναι πολύ χαλαρωμένοι τελευταία. || ξεκουράζομαι: Aυτές τις μέρες χαλάρωσα λίγο (από τη δουλειά).

[λόγ.: 1: ελνστ. χαλαρ(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. relâcher]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες