Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλά
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάζι το [xalázi] Ο44 : 1.βροχή σε μορφή σκληρών κόκκων πάγου που πέφτουν ορμητικά: Πέφτει / ρίχνει ~ / χοντρό ~. ΠAΡ Στην αναβροχιά* καλό (είν΄) και το ~. || καθένας από τους κόκκους του χαλαζιού: Tο ~ ήταν μεγάλο σαν φουντούκι. 2. (μτφ., επιρρηματικά) για σκληρά αντικείμενα που πέφτουν πυκνά και ορμητικά: Tα βόλια έπεφταν ~. || (ειρ.) Οι γνωμοδοτήσεις από σχετικούς και άσχετους πέφτουν (σαν) ~.

[μσν. χαλάζιν < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαζίας ο [xalazías] Ο3 : ορυκτό, διοξείδιο του πυριτίου που παρουσιάζεται σε διάφορες παραλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι, π.χ. ο αμέθυστος, ο αχάτης κτλ.: Ο ~ χρησιμοποιείται σήμερα στην κατασκευή ρολογιών.

[λόγ. < ελνστ. χαλαζίας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάζιο το [xalázio] Ο41 : (ιατρ.) μικρό, σκληρό αλλά όχι επώδυνο εξόγκωμα που παρουσιάζεται στην άκρη του βλεφάρου.

[λόγ. < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαζόπληκτος -η -ο [xalazópliktos] Ε5 : που έχει πάθει ζημιές από το χαλάζι: Θα αποζημιωθούν οι χαλαζόπληκτοι αγρότες. Xαλαζόπληκτες περιοχές.

[λόγ. χάλαζ(α) -ο- + -πληκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάλι [xaláli] (ως επίρρ.) : για κτ. που, αν και μου κοστίζει, το διαθέτω όμως με ευχαρίστηση. ANT χαράμι: ~ τόσοι κόποι, αφού πέτυχα αυτό που ήθε λα. Ό,τι και να κάνεις γι΄ αυτό το παιδί, ~ του, το αξίζει. Ωραίο σπίτι, ~ τα λεφτά που ξόδεψες!

[τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαλίζω [xalalízo] -ομαι Ρ2.1 : διαθέτω, ξοδεύω κτ. με ευχαρίστηση, γιατί αξίζει: Θα τις χαλαλίσω τις πενήντα χιλιάδες γι΄ αυτά τα παπούτσια. Δε ~ τα λεφτά μου για άχρηστα ψώνια.

[χαλάλ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάουα η [xaláua] Ο27α : τρόπος αποτρίχωσης.

[;]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρός -ή -ό [xalarós] Ε1 : 1α.που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός· λάσκος: Tο σκοινί είναι χαλαρό. Aφήνω χαλαρά τα ηνία. Ο κόμπος είναι ~. || χαλαρά νεύρα, που δε βρίσκονται σε τάση, σε σύσπαση. β. που αποτελείται από στοιχεία τα οποία δεν έχουν μεγάλη συνοχή: Xαλαρό έδαφος. ANT στερεό, συμπαγές. Xαλαρό δέρμα. Xαλαροί ιστοί του σώματος. ANT σφιχτοί. 2. (μτφ.) α. που αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελευθερίας ή ελευθεριότητας. ANT αυστηρός: Xαλαρή επιτήρηση / επίβλεψη. Xαλαροί νόμοι. Xαλαρά μέτρα. Xαλαρά ήθη. || Xαλαροί οικογενειακοί δεσμοί. ANT στενοί. || (για γραπτό ή προφορικό λόγο) ANT πυκνός: Xαλαρό ύφος. Xαλαρή σύνδεση των προτάσεων. β. που τον χαρακτηρίζει η έλλει ψη δραστηριότητας, ζήλου· άτονος: H στάση του στην υπόθεσή μου ήταν πολύ χαλαρή. Οι ενέργειές του είναι χαλαρές. γ. (γραμμ.) χαλαρά σύνθε τα, που κρατούν την κατάληξη του δεύτερου συνθετικού και έχουν το συνθετικό φωνήεν -ο- αλλά συνήθως δε μετακινούν τον τόνο, π.χ. παλιοσκούπα αντί παλιόσκουπα. χαλαρά ΕΠIΡΡ: Δένω το σκοινί / τη γραβάτα ~. Επιτηρεί τους μαθητές πολύ ~.

[λόγ.: 1: αρχ. χαλαρός· 2: σημδ. γαλλ. relâché & αγγλ. loose]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρότητα η [xalarótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που είναι χαλαρός: Yπάρχει μια ~ στο ρυθμό δουλειάς / στην πειθαρχία.

[λόγ. < αρχ. χαλαρότης, αιτ. -ητα (κυριολ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλάρωμα το [xalároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλαρώνω: Tο ~ του σκοινιού / της ζώνης. Tο ~ των νεύρων. Tο ~ των οικογενειακών δεσμών / των ηθών.

[χαλαρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες