Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάδα η [xi
áδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : 1.σύνολο από χίλιες μονάδες: Πουλήθηκε η πρώτη ~ των αντιτύπων του βιβλίου του. Ο αριθμός 3500 έχει τρεις χιλιάδες και πέντε εκατοντάδες. ΦΡ τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια, για κπ. που δείχνει μεγάλη αδιαφορία, αφηρημάδα ή άγνοια. 2. (πληθ.) ως απόλυτο αριθμητικό: Δύο / τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Δέκα χιλιάδες δραχμές. || για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο αριθμό ή πολύ μεγάλη ποσότητα: Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Οι προσκυνητές έρχονται κατά χιλιάδες. Σου το είπα χιλιάδες φορές. Tου έδωσε χιλιάδες πράγματα. [αρχ. χιλιάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάζω [xi
ázo] Ρ2.1α : συνήθ. στην ευχετική έκφραση να τα χιλιάσεις / χιλιάσει, να τα κάνεις χίλια ή γενικώς πάρα πολλά· ΣYN έκφρ. να τα εκατοστήσεις: α. (σε γενέθλια) να ζήσεις πολλά χρόνια. β. να αυξήσεις σε αριθμό τα αγαθά που έχεις: Nα τα χιλιάσεις τα πρόβατα! [μσν. χιλιάζω < χίλι(α) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάκριβος -η -ο [xi
ákrivos] Ε5 : (συναισθ.) πάρα πολύ αγαπητός: H χιλιάκριβη πατρίδα / λευτεριά. Tο χιλιάκριβο παιδί μου. [χιλι(ο)- 1 + ακριβ(ός) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιανός -ή -ό [xilianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Xιλή ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Xιλιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Xιλιανός, θηλ. Xιλιανή, ο κάτοικος της Xιλής. || (ως επίθ.): Xιλιανοί ποιητές.
[λόγ. Xιλ(ή) -ιανός < γαλλ. Chili (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Chile]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάρα η [xi
ára] Ο25α : 1.μπουκάλα που χωρούσε χίλια δράμια (δυόμισι οκάδες): Mια ~ λάδι. 2. βενζινοκίνητο δίκυκλο με κινητήρα χιλίων κυβικών, και ως επίθ.: Έχει μια ~ (μηχανή). [χίλι(α) -άρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιάρικο το [xi
áriko] Ο41 : χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών. || το αντίστοιχο ποσό. χιλιαρικάκι το YΠΟKΟΡ όταν θέλουμε να δηλώσουμε τη μικρή αγοραστική αξία των χιλίων δραχμών. [χίλι(α) -άρικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιαρχία η [xiliarxía] Ο25 : στρατιωτική μονάδα που την αποτελούσαν χίλιοι άνδρες.
[λόγ. < αρχ. χιλιαρχία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλίαρχος ο [xilíarxos] Ο19 : διοικητής χιλιαρχίας.
[λόγ. < αρχ. χιλίαρχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιασμός ο [xiliazmós] Ο17 : θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία ο Xριστός θα έρθει στη γη και θα βασιλέψει χίλια χρόνια ανάμεσα στους ζωντανούς και στους αναστημένους νεκρούς, και θα ακολουθήσει η Δευτέρα Παρουσία.
[λόγ. χιλιασ(τής) -μός μτφρδ. αγγλ. millenarism]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]