Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύμα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φύμα το [fíma] Ο48 : (ιατρ.) 1. εξόγκωμα, πρήξιμο, όγκος που αναπτύσσεται επάνω στο δέρμα. 2. προεξοχή στα κόκαλα ή στα μαλακά μόρια του σώματος.

[λόγ. < αρχ. φῦμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματικός -ή -ό [fimatikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη φυματίωση. || (ως ουσ.) ο φυματικός, αυτός που πάσχει από φυματίωση, ο φθισικός. 2. (μτφ.) καχεκτικός, αρρωστιάρικος: Φυματικά δεντράκια / φυτά.

[λόγ. φυματ(ίωσις) -ικός μτφρδ. γαλλ. tuberculeux]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυμάτιο το [fimátio] Ο40 : (ιατρ.) βλάβη σε ιστούς και όργανα ενός οργανισμού που προκαλείται από τη φυματίωση.

[λόγ. < αρχ. φυμάτιον `μικρό εξόγκωμα΄ σημδ. αγγλ. tubercle bacillus]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολογία η [fimatiolojíα] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και τη θεραπεία της φυματίωσης.

[λόγ. φυματί(ωσις) -ο- + -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολογικός -ή -ό [fimatiolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυματιολογία ή στο φυματιολόγο: Φυματιολογικό συνέδριο.

[λόγ. φυματιολογ(ία), φυματιολόγ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιολόγος ο [fimatiolóγos] Ο18 θηλ. φυματιολόγος [fimatiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ασθένεια της φυματίωσης.

[λόγ. φυματί(ωσις) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματιώδης -ης -ες [fimatióδis] Ε11 : που αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση: ~ αρθρίτιδα / μηνιγγίτιδα / σπονδυλίτιδα. Φυματιώδες εμπύημα.

[λόγ. φυμάτι(ον), φυματί(ωσις) -ώδης μτφρδ. γαλλ. tuberculeux]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυματίωση η [fimatíosi] Ο33 : λοιμώδης και μεταδοτική ασθένεια ανθρώπων και ζώων, που οφείλεται σε βακτηρίδιο και προσβάλλει διάφορα όργανα· φθίση: Πνευμονική ~. ~ οστών / εντέρων / λεμφαδένων / νεφρών. Προσβλήθηκε / αρρώστησε / πέθανε από ~.

[λόγ. φυμάτι(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. tuberculose]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες