Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φυλάσσω [filáso] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) φυλάω: Στο θησαυροφυλάκιο της μονής φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια. Φυλασσόμενες διαβάσεις τρένων.
[λόγ. < αρχ. φυλάσσω]