Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλάκιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυλάκιο το [filákio] Ο40 : μικρό οίκημα όπου μένουν σκοποί, φρουροί ή φύλακες: Ο σωματάρχης επισκέφτηκε συνοριακά στρατιωτικά φυλάκια. || (επέκτ.) η θέση και το απόσπασμα των στρατιωτών που εκτελούν καθήκοντα φρούρησης, επιτήρησης κτλ.

[λόγ. < ελνστ. φυλάκιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες