Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτερνιστήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτερνιστήρι το [fternistíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το σπιρούνι.

[μσν. πτερνιστήριον (αποφυγή της χασμ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) υποκορ. του πτερνιστήρ < ελνστ. πτερνισ- (πτερνίζω) `χτυπώ με τη φτέρνα΄ -τήρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες