Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοβερά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοβέρα η [fovéra] Ο25α : 1. προσπάθεια πρόκλησης φόβου σε κπ.· εκφοβισμός: Mε τη ~ δε θα καταφέρεις τίποτα, πάρ΄ τον με το καλό. 2. αυτό που λέγεται ή γίνεται για να προκαλέσει φόβο: Εκτοξεύει φοβέρες και απειλές εναντίον όλων. (γνωμ.) και ο άγιος* ~ θέλει.

[μσν. φοβέρα < φοβερ(ός), φοβερ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες