Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλυαρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλυαρώ [fliaró] Ρ10.9α : λέω πολλά, περιττά, χωρίς ουσία, άσκοπα ή ανόητα λόγια, μιλώ φλύαρα: Περνούν ώρες ολόκληρες φλυαρώντας ακατάσχετα. Mη φλυαρείς στο τηλέφωνο. || (επέκτ): Tα πουλιά φλυαρούσαν στα κλαδιά.

[λόγ. < αρχ. φλυαρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες