Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλο-
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλο- [filo] & φιλ- [fil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & φιλό- [filó] ή φίλ- [fíl], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετι κό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1α. σε σύνθετα επίθετα, προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση προς αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φίλαρχος, φιλήδονος, ~μαθής, φιλόμουσος, ~ναζί, φιλόξενος, ~πόλεμος, φιλό πονος, φιλόστοργος, ~χρήματος· φιλειρηνικός· ~βασιλικός, ~χουντικός. || φιλάσθενος, ευαίσθητος στις αρρώστιες. β. χαρακτηρίζει την αντίστοιχη στά ση ή συμπεριφορά: φιλελευθερισμός· φιλαργυρία. 2. δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική ή η πολιτική ενός ατόμου ή ενός συνόλου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς το λαό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. -φιλος2): ~αγγλικός, ~γαλλικός, ~ρωσικός.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλ(ο)- θ. του επιθ. φίλο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. φιλό-σοφος, φιλο-δοξῶ, φιλ-άνθρωπος & διεθ. phil(o)- < αρχ. φιλ(ο)-: φιλ-αρμονική < γαλλ. philharmonique· 2: αντιστροφή της θέσης με το -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες