Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλοξενώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοξενώ [filoksenó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρέχω φιλοξενία: Tις γιορτές φιλοξενούσαμε στο σπίτι έναν οικογενειακό φίλο. Όταν κατεβαίνω στην Aθή να, φιλοξενούμαι στο σπίτι του αδελφού μου. 2. παρέχω σε κπ. δωρεάν τόπο διαμονής, άσυλο, καταφύγιο: Οι άστεγοι εξαιτίας των σεισμών φιλο ξενήθηκαν στο στάδιο και στα σχολικά κτίρια. Mετά τον εμφύλιο οι γειτονικές χώρες φιλοξένησαν τους πολιτικούς πρόσφυγες από την Ελλάδα. || (ειρ.): Φιλοξενήθηκε μερικές ώρες στο κρατητήριο για διατάραξη της κοινής ησυχίας. 3α. διαθέτω σε κπ. ένα χώρο (συνήθ. για κάποιες δραστηριότητες): H εκδήλωση / η έκθεση ζωγραφικής φιλοξενήθηκε στην αίθου σα του Πολιτιστικού Kέντρου. H εφημερίδα φιλοξενεί συχνά στις σελίδες της επιστολές αναγνωστών. Tα ράφια της βιβλιοθήκης του φιλοξενούν πολλά σπάνια βιβλία. β. παρέχω σε κπ. υπηρεσίες επί πληρωμή: Tο ξενοδοχείο μπορεί να φιλοξενήσει εκατό άτομα, να δεχτεί, να εξυπηρετήσει.

[λόγ.: 1: ελνστ. φιλοξενῶ· 2: σημδ. γαλλ. hospitaliser· 3: σημδ. αγγλ. host]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες