Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοκερδής -ής -ές [filokerδís] Ε10 : που αγαπά το κέρδος, που το πρωταρχικό του κίνητρο είναι το κέρδος. ANT αφιλοκερδής.
[λόγ. < αρχ. φιλοκερδής]