Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθαρτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθαρτός -ή -ό [fθartós] Ε1 : που μπορεί να φθαρεί, που υπόκειται σε φθο ρά. ANT άφθαρτος: Tο σώμα είναι φθαρτό, η ψυχή είναι άφθαρτη. Φθαρ τά υλικά.

[λόγ. < αρχ. φθαρτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες