Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φηγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φηγός η [fiγós] Ο34 : (λόγ.) η οξιά.

[λόγ. < αρχ. φηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες