Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανερώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φανερώνω [faneróno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω κτ. (που προηγουμένως ήταν κρυφό, άγνωστο). ANT κρύβω: H αλήθεια / η λύση φανερώθηκε μπροστά μου σαν από θαύμα. Φανερώθηκαν τα σχέδια / οι σκέψεις / οι προθέσεις της. ~ ένα μυστικό. Ξέρει πολλά για την υπόθεση αλλά δεν τα φανερώνει. Φορούσε μια μάσκα και δε φανέρωνε το πρόσωπό της. 2. (στο γ' πρόσ.) δηλώνω, σημαίνω, αποκαλύπτω: Οι ενέργειες / πράξεις / αντιδράσεις του φανερώνουν αμηχανία / φόβο / δισταγμό / αποφασιστικότητα. H συμπεριφορά του φανερώνει επιπολαιότητα.

[μσν. φανερώνω < ελνστ. φανερ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες