Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαιδρότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαιδρότητα η [feδrótita] Ο28 : 1. λόγος ή ενέργεια που προκαλεί θυμηδία, που στερείται σοβαρότητας· γελοιότητα: Mήπως νομίζεις πως πήρα στα σοβαρά τις φαιδρότητες που μου αράδιασες; 2. (λόγ.) χαρούμενη διάθεση, ιλαρότητα.

[λόγ. < αρχ. φαιδρότης, αιτ. -ητα (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες