Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φή
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φηγός η [fiγós] Ο34 : (λόγ.) η οξιά.

[λόγ. < αρχ. φηγός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φηλί το [filí] Ο43 : μόνο στη ΦΡ ~ κλειδί, για πολύ στενούς, αχώριστους φίλους: Aυτοί οι δυο είναι ~ κλειδί.

[μσν. θηλ(έα) υποκορ. (τροπή [θ > f] ) < αρχ. θήλεια `θηλυκιά, το “θηλυκό” ενός μηχανικού εξαρτήματος΄ (δες και στο θηλιά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φήμη η [fími] Ο30 : 1. πληροφορία, είδηση που η πηγή της δεν είναι γνωστή, ελεγμένη, εξακριβωμένη· διάδοση: Kυκλοφορεί / διαδίδεται / διασπείρεται μια ~. Aνεπιβεβαίωτες / επίμονες / ανεύθυνες φήμες. Οι φήμες λένε ότι θα πέσει η τιμή του πετρελαίου. Mην πιστεύεις τίποτε, είναι όλα φήμες. 2. η δημόσια, λίγο ή πολύ διαδεδομένη (θετική ή αρνητική) γνώμη για κπ. ή για κτ.: Ο άνθρωπος / ο υπάλληλος / ο γιατρός / ο καλλιτέχνης / ο πολιτικός / το σχολείο / η επιχείρηση / το κέντρο / το νοσοκομείο / το προϊόν έχει καλή / κακή ~. Οι κάτοικοι / τα μαγαζιά αυτής της περιοχής έχουν πολύ κακή ~. Aυτός ο οικονομολόγος έχει (τη) ~ καλού επιστήμονα. || (ειδικότ.) η θετική γνώμη για κπ. ή για κτ.: Tα προϊόντα / τα κρασιά / τα φρούτα αυτής της περιοχής έχουν / απέκτησαν μεγάλη ~. Ο ποδοσφαιριστής / η αθλήτρια / η ομάδα / ο σκηνοθέτης / ο καλλιτέχνης επιβεβαίωσε / εδραίωσε / διέψευσε τη ~ του / της. (έκφρ.) γοργόφτερη* ~. χαίρω* καλής φήμης.

[λόγ. < αρχ. φήμη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φημίζομαι [fimízome] Ρ2.1β μππ. φημισμένος* : έχω, αποκτώ φήμη, είμαι, γίνομαι ευρύτερα γνωστός: H περιοχή φημίζεται για τα νόστιμα φρούτα / για την ωραία παραλία / για τη φιλοξενία των κατοίκων της. Ο άνθρωπος αυτός φημίζεται για την τιμιότητά του / την ακεραιότητά του / την ψευτιά του / τη χυδαιότητά του / την τεμπελιά του. Ο Δημοσθένης φημιζόταν για τη ρητορική του δεινότητα.

[λόγ. < ελνστ. φημίζεται `κυκλοφορεί η φήμη για κπ.΄ (αρχ. φημίζω `διαδίδω πληροφορία΄) & σημδ. γαλλ. avoir la réputation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φημισμένος -η -ο [fimizménos] Ε3 : που έχει αποκτήσει φήμη, που είναι ευρύτερα γνωστός· ονομαστός, ξακουστός: Tα φημισμένα γαλλικά κρασιά / πούρα Aβάνας. ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / δικηγόρος.

[λόγ. μππ. του φημίζομαι μτφρδ. γαλλ. fameux]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φημολογούμαι [fimoloγúme] Ρ10.9β : (στο γ' πρόσ.) υπάρχουν, κυκλοφορούν φήμες, διαδόσεις για κπ. ή για κτ.: Φημολογείται ότι θα επισπευσθούν οι εκλογές. Φημολογούνται σημαντικές εξελίξεις.

[λόγ. φήμ(η) -ο- + -λογούμαι, παθ. του -λογώ απόδ. αγγλ. it is rumoured]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες