Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάσκω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάσκω [fásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (απαρχ.) μόνο στην έκφραση φάσκει και αντιφάσκει*.

[λόγ. < αρχ. φάσκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες