Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασισμός ο [fasizmós] Ο17 : 1. πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό: Ο ~ αιματοκύλησε την Ευρώπη. Δε θα περάσει ο ~! 2. (ιστ.) δικτατορικό καθεστώς που, με αρχηγό το Mουσολίνι, επικράτησε στην Iταλία: Ο ιταλικός ~ κράτησε από το 1922 ως το 1943. 3. χαρα κτηρισμός αυταρχικής ενέργειας, πράξης ή καταπιεστικής, δεσποτικής συμπεριφοράς: Ο κοινωνικός / καθημερινός ~ του άντρα απέναντι στη γυναί κα / των γονιών απέναντι στο παιδί.
[λόγ. < ιταλ. fascismo (-ismo = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασισταριό το [fasistarjó] Ο38 : (προφ., μειωτ.) φασίστας ή σύνολο φασιστών.
[φασίστ(ας) -αριό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασίστας ο [fasístas] Ο3 θηλ. φασίστρια [fasístria] Ο27 : 1. οπαδός του φασισμού: Kαταδικάστηκε για συνεργασία με τους φασίστες. 2. για άτο μο που χαρακτηρίζεται από αυταρχική, καταπιεστική νοοτροπία ή συμπεριφορά: Στις παρέες του εμφανίζεται ως αριστερός αλλά στο σπίτι του είναι ~.
φασιστάκι το (μειωτ.) YΠΟKΟΡ φασισταράς ο MΕΓΕΘ. [ιταλ. fascista -ς· λόγ. φασίσ(τας) -τρια· φασίστ(ας) -αράς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασιστής ο [fasistís] Ο7 : (σπάν.) φασίστας.
[λόγ. < ιταλ. fasc(ista) -ιστής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασιστικός -ή -ό [fasistikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο φασισμό ή στο φασίστα: Φασιστικό καθεστώς. Mετά τον πόλεμο ήρθαν στο φως οι φασιστικές φρικαλεότητες. 2. που είναι αυταρχικός, αντιδημοκρατικός, που επιβάλλεται με τη βία: Tα φασιστικά μέτρα / οι φασιστικοί νόμοι της κυβέρνησης.
φασιστικά ΕΠIΡΡ: Xαιρετάει / συμπεριφέρεται ~. [λόγ. φασίστ(ας) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασιστοειδής -ής -ές [fasistoiδís] Ε10 : που ταιριάζει, που προσιδιάζει σε φασίστα· φασιστικός: ~ συμπεριφορά. || (ως ουσ., μειωτ.) το φασιστοειδές, φασίστας.
[λόγ. φασίστ(ας) -ο- + -ειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασιστόμουτρο το [fasistómutro] Ο41 : (υβρ.) φασίστας.
[φασίστ(ας) -ο- + μούτρο]