Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάλαγγας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάλαγγας ο [fálaŋgas] Ο5 & φάλαγγα 2 η [fálaŋga] Ο28 : 1. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο αυτός που βασανίζεται, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών του που είναι ακινητοποιημένα: Tου έκαναν / πέρα σε από φάλαγγα. Tα πόδια του πρήστηκαν από τη φάλαγγα. 2. το σχετι κό όργανο βασανισμού.

[αρχ. φάλαγξ, αιτ. -αγγα στη σημ.: `κυλινδρικό κομμάτι ξύλου΄ ή αντδ. < τουρκ. falaka (ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] από επίδρ. του [l] ) < αραβ. < αρχ. φαλαγγ- και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες