Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υφαντός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφαντός -ή -ό [ifandós] Ε1 : που έχει καταστευαστεί στον αργαλειό: Yφαντή κουβέρτα. || (ως ουσ.) το υφαντό, γενικός χαρακτηρισμός υφάσματος που έχει υφανθεί στον αργαλειό.

[αρχ. ὑφαντός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες